Translation meaning & definition of the word "complication" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περίπλοκη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Complication
[Επιπλοκή]/kɑmpləkeʃən/
noun
1. The act or process of complicating
- synonym:
- complication
1. Η πράξη ή η διαδικασία της περίπλοκης
- συνώνυμο:
- επιπλοκή
2. A situation or condition that is complex or confused
- "Her coming was a serious complication"
- synonym:
- complication
2. Μια κατάσταση ή μια κατάσταση που είναι πολύπλοκη ή συγκεχυμένη
- "Ο ερχομός της ήταν μια σοβαρή επιπλοκή"
- συνώνυμο:
- επιπλοκή
3. Any disease or disorder that occurs during the course of (or because of) another disease
- "Bed sores are a common complication in cases of paralysis"
- synonym:
- complication
3. Οποιαδήποτε ασθένεια ή διαταραχή που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του (ορ λόγω της) άλλη ασθένεια
- "Οι πληγές στο κρεβάτι είναι μια κοινή επιπλοκή σε περιπτώσεις παράλυσης"
- συνώνυμο:
- επιπλοκή
4. A development that complicates a situation
- "The court's decision had many unforeseen ramifications"
- synonym:
- complication ,
- ramification
4. Μια εξέλιξη που περιπλέκει μια κατάσταση
- "Η απόφαση του δικαστηρίου είχε πολλές απρόβλεπτες επιπτώσεις"
- συνώνυμο:
- επιπλοκή ,
- διακλάδωση
5. Puzzling complexity
- synonym:
- complicatedness ,
- complication ,
- knottiness ,
- tortuousness
5. Αινιγματική πολυπλοκότητα
- συνώνυμο:
- περιπλοκότητα ,
- επιπλοκή ,
- ανακατωμένο ,
- βασανιστικότητα