Translation meaning & definition of the word "complexity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολυπλοκότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Complexity
[Πολυπλοκότητα]/kəmplɛksəti/
noun
1. The quality of being intricate and compounded
- "He enjoyed the complexity of modern computers"
- synonym:
- complexity ,
- complexness
1. Η ποιότητα του να είναι περίπλοκη και σύνθετη
- "Απόλαυσε την πολυπλοκότητα των σύγχρονων υπολογιστών"
- συνώνυμο:
- πολυπλοκότητα
Examples of using
HTTP 100 just adds a new layer of complexity without solving any real-world problems.
Το 100 του ΧΤΤΠ προσθέτει ένα νέο επίπεδο πολυπλοκότητας χωρίς να λύνει προβλήματα πραγματικού κόσμου.
HTTP 2 just adds a new layer of complexity without solving any real-world problems.
Το ΧΤΤΡ 2 προσθέτει ένα νέο επίπεδο πολυπλοκότητας χωρίς να λύνει προβλήματα στον πραγματικό κόσμο.