Translation meaning & definition of the word "completeness" into Greek language
Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "πληρότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Completeness
[Πληρότητα]/kəmplitnəs/
noun
1. The state of being complete and entire
- Having everything that is needed
- synonym:
- completeness
1. Η κατάσταση του να είσαι πλήρης και ολόκληρος
- Έχοντας όλα όσα χρειάζονται
- συνώνυμο:
- πληρότητα
2. (logic) an attribute of a logical system that is so constituted that a contradiction arises if any proposition is introduced that cannot be derived from the axioms of the system
- synonym:
- completeness
2. (λογική) ένα χαρακτηριστικό ενός λογικού συστήματος που είναι έτσι συγκροτημένο ώστε να προκύπτει μια αντίφαση εάν εισαχθεί οποιαδήποτε πρόταση που δεν μπορεί να προκύψει από τα αξιώματα του συστήματος
- συνώνυμο:
- πληρότητα