Translation meaning & definition of the word "complementary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπληρωματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Complementary
[Συμπληρωματικόσ]/kɑmpləmɛntri/
noun
1. Either one of two chromatic colors that when mixed together give white (in the case of lights) or grey (in the case of pigments)
- "Yellow and blue are complementaries"
- synonym:
- complementary color ,
- complementary
1. Είτε ένα από τα δύο χρωματικά χρώματα που όταν αναμειγνύονται μαζί δίνουν λευκό ( στην περίπτωση των φώτων) ή γκρι ( στην περίπτωση τωση τωση του
- "Το κίτρινο και το μπλε είναι συμπληρωματικά"
- συνώνυμο:
- συμπληρωματικό χρώμα ,
- συμπληρωματικόσ
adjective
1. Of words or propositions so related that each is the negation of the other
- "`male' and `female' are complementary terms"
- synonym:
- complementary
1. Από λέξεις ή προτάσεις τόσο σχετικές που η κάθε μία είναι η άρνηση της άλλης
- "Το αρσενικό και το θηλυκό είναι συμπληρωματικοί όροι"
- συνώνυμο:
- συμπληρωματικόσ
2. Acting as or providing a complement (something that completes the whole)
- synonym:
- complemental ,
- complementary ,
- completing
2. Ενεργώντας ως ή παρέχοντας ένα συμπλήρωμα (κάτι που ολοκληρώνει το σύνολο)
- συνώνυμο:
- συμπληρωματικόσ ,
- ολοκλήρωση
Examples of using
They are highly complementary.
Είναι εξαιρετικά συμπληρωματικές.