Translation meaning & definition of the word "complaisant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμμορφούμενη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Complaisant
[Συμμορφούμενοσ]/kəmplesənt/
adjective
1. Showing a cheerful willingness to do favors for others
- "To close one's eyes like a complaisant husband whose wife has taken a lover"
- "The obliging waiter was in no hurry for us to leave"
- synonym:
- complaisant ,
- obliging
1. Δείχνοντας μια χαρούμενη προθυμία να κάνει εύνοιες για τους άλλους
- "Για να κλείσει κανείς τα μάτια του σαν ένας εφησυχασμένος σύζυγος του οποίου η σύζυγος έχει πάρει έναν εραστή"
- "Ο σερβιτόρος δεν βιαζόταν να φύγουμε"
- συνώνυμο:
- επαινετικόσ ,
- υποχρεωτικός