Translation meaning & definition of the word "complainer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "καταγγέλλων" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Complainer
[Παραπονιέται]/kəmplenər/
noun
1. A person given to excessive complaints and crying and whining
- synonym:
- whiner ,
- complainer ,
- moaner ,
- sniveller ,
- crybaby ,
- bellyacher ,
- grumbler ,
- squawker
1. Ένα άτομο που δίνεται σε υπερβολικές καταγγελίες και κλάμα και κλαψούρισμα
- συνώνυμο:
- πλανόδια ,
- καταγγέλλων ,
- βογκάν ,
- παραπονιέμαι ,
- κρυοπαγήματα ,
- παραπονιάρησ ,
- γκρινιάρησ ,
- τσαγκάρησ