Translation meaning & definition of the word "complain" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραπόνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Complain
[Παραπονιέται]/kəmplen/
verb
1. Express complaints, discontent, displeasure, or unhappiness
- "My mother complains all day"
- "She has a lot to kick about"
- synonym:
- complain ,
- kick ,
- plain ,
- sound off ,
- quetch ,
- kvetch
1. Εκφράστε παράπονα, δυσαρέσκεια, δυσαρέσκεια ή δυστυχία
- "Η μητέρα μου παραπονιέται όλη μέρα"
- "Έχει πολλά να κλωτσήσει"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- παραδίνω ,
- απλός ,
- ακούγομαι ,
- κουέτσι ,
- κβέτσ
2. Make a formal accusation
- Bring a formal charge
- "The plaintiff's lawyer complained that he defendant had physically abused his client"
- synonym:
- complain
2. Προβάλλω επίσημη κατηγορία
- Φέρτε επίσημη χρέωση
- "Ο δικηγόρος του ενάγοντος παραπονέθηκε ότι ο κατηγορούμενος είχε κακοποιήσει σωματικά τον πελάτη του"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι
Examples of using
They always complain.
Πάντα παραπονιούνται.
Tom is always the first one to complain.
Ο Τομ είναι πάντα ο πρώτος που παραπονιέται.
It won't do any good to complain to the police.
Δεν θα κάνει κανένα καλό να παραπονεθεί στην αστυνομία.