Translation meaning & definition of the word "compile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συστοιχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Compile
[Συλλέγω]/kəmpaɪl/
verb
1. Get or gather together
- "I am accumulating evidence for the man's unfaithfulness to his wife"
- "She is amassing a lot of data for her thesis"
- "She rolled up a small fortune"
- synonym:
- roll up ,
- collect ,
- accumulate ,
- pile up ,
- amass ,
- compile ,
- hoard
1. Συγκεντρωθείτε ή συγκεντρωθείτε
- "Συγκεντρώνω αποδείξεις για την απιστία του άνδρα στη σύζυγό του"
- "Συγκεντρώνει πολλά δεδομένα για τη διατριβή της"
- "Κατέστρωσε μια μικρή περιουσία"
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- συλλέγω ,
- συσσωρεύω ,
- αποθηκεύω
2. Put together out of existing material
- "Compile a list"
- synonym:
- compose ,
- compile
2. Βγάλτε από το υπάρχον υλικό
- "Συντάξτε μια λίστα"
- συνώνυμο:
- συνθέτω ,
- συλλέγω
3. Use a computer program to translate source code written in a particular programming language into computer-readable machine code that can be executed
- synonym:
- compile
3. Χρησιμοποιήστε ένα πρόγραμμα υπολογιστή για να μεταφράσετε τον πηγαίο κώδικα γραμμένο σε μια συγκεκριμένη γλώσσα προγραμματισμού σε κώδικα μηχανής που μπορεί να
- συνώνυμο:
- συλλέγω