Translation meaning & definition of the word "competitor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταγωνιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Competitor
[Ανταγωνιστής]/kəmpɛtətər/
noun
1. The contestant you hope to defeat
- "He had respect for his rivals"
- "He wanted to know what the competition was doing"
- synonym:
- rival ,
- challenger ,
- competitor ,
- competition ,
- contender
1. Ο διαγωνιζόμενος που ελπίζετε να νικήσετε
- "Είχε σεβασμό για τους αντιπάλους του"
- "Ηθελε να μάθει τι έκανε ο ανταγωνισμός"
- συνώνυμο:
- αντίπαλος ,
- αμφισβητίασ ,
- ανταγωνιστής ,
- ανταγωνισμός ,
- αντιπαραθέτων