Translation meaning & definition of the word "competitive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταγωνιστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Competitive
[Ανταγωνιστικός]/kəmpɛtətɪv/
adjective
1. Involving competition or competitiveness
- "Competitive games"
- "To improve one's competitive position"
- synonym:
- competitive ,
- competitory
1. Ανταγωνισμός ή ανταγωνιστικότητα
- "Ανταγωνιστικά παιχνίδια"
- "Για να βελτιώσει την ανταγωνιστική θέση"
- συνώνυμο:
- ανταγωνιστικός ,
- ανταγωνιστικόσ
2. Subscribing to capitalistic competition
- synonym:
- competitive ,
- free-enterprise(a) ,
- private-enterprise(a)
2. Εγγραφή σε καπιταλιστικό ανταγωνισμό
- συνώνυμο:
- ανταγωνιστικός ,
- ελεύθερης επιχείρησης() ,
- ιδιωτική επιχείρηση()
3. Showing a fighting disposition
- "Highly competitive sales representative"
- "Militant in fighting for better wages for workers"
- "His self-assertive and ubiquitous energy"
- synonym:
- competitive ,
- militant
3. Εμφάνιση μαχητικής διάθεσης
- "Εξαιρετικά ανταγωνιστικός αντιπρόσωπος πωλήσεων"
- "Μαχητής στον αγώνα για καλύτερους μισθούς για τους εργαζόμενους"
- "Η αυτοπαθής και πανταχού παρούσα ενέργειά του"
- συνώνυμο:
- ανταγωνιστικός ,
- μαχητής
Examples of using
I'm competitive.
Είμαι ανταγωνιστικός.
His words aroused my competitive spirit.
Τα λόγια του προκάλεσαν το ανταγωνιστικό μου πνεύμα.
I'm competitive.
Είμαι ανταγωνιστικός.