Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "competition" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταγωνισμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Competition

[Ανταγωνισμός]
/kɑmpətɪʃən/

noun

1. A business relation in which two parties compete to gain customers

  • "Business competition can be fiendish at times"
    synonym:
  • competition

1. Μια επιχειρηματική σχέση στην οποία δύο μέρη ανταγωνίζονται για να κερδίσουν πελάτες

  • "Ο επιχειρηματικός ανταγωνισμός μπορεί να είναι φιεντρικός κατά καιρούς"
    συνώνυμο:
  • ανταγωνισμός

2. An occasion on which a winner is selected from among two or more contestants

    synonym:
  • contest
  • ,
  • competition

2. Μια ευκαιρία στην οποία ένας νικητής επιλέγεται από δύο ή περισσότερους διαγωνιζόμενους

    συνώνυμο:
  • διαγωνισμός
  • ,
  • ανταγωνισμός

3. The act of competing as for profit or a prize

  • "The teams were in fierce contention for first place"
    synonym:
  • competition
  • ,
  • contention
  • ,
  • rivalry

3. Η πράξη του ανταγωνισμού ως προς το κέρδος ή το βραβείο

  • "Οι ομάδες ήταν σε έντονη διαμάχη για την πρώτη θέση"
    συνώνυμο:
  • ανταγωνισμός
  • ,
  • διαμάχη
  • ,
  • αντιπαλότητα

4. The contestant you hope to defeat

  • "He had respect for his rivals"
  • "He wanted to know what the competition was doing"
    synonym:
  • rival
  • ,
  • challenger
  • ,
  • competitor
  • ,
  • competition
  • ,
  • contender

4. Ο διαγωνιζόμενος που ελπίζετε να νικήσετε

  • "Είχε σεβασμό για τους αντιπάλους του"
  • "Ηθελε να μάθει τι έκανε ο ανταγωνισμός"
    συνώνυμο:
  • αντίπαλος
  • ,
  • αμφισβητίασ
  • ,
  • ανταγωνιστής
  • ,
  • ανταγωνισμός
  • ,
  • αντιπαραθέτων

Examples of using

You're going to come up against fierce competition.
Θα αντιμετωπίσετε τον έντονο ανταγωνισμό.
They're your competition.
Είναι ο ανταγωνισμός σας.
The Soviet people are not afraid of peaceful competition with capitalism.
Ο σοβιετικός λαός δεν φοβάται τον ειρηνικό ανταγωνισμό με τον καπιταλισμό.