Translation meaning & definition of the word "competent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταγωνιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Competent
[Αρμόδια]/kɑmpətɪnt/
adjective
1. Properly or sufficiently qualified or capable or efficient
- "A competent typist"
- synonym:
- competent
1. Σωστά ή επαρκώς εξειδικευμένα ή ικανά ή αποτελεσματικά
- "Αρμόδιος τυπογράφος"
- συνώνυμο:
- αρμόδιος
2. Adequate for the purpose
- "A competent performance"
- synonym:
- competent
2. Επαρκής για το σκοπό
- "Μια κατάλληλη απόδοση"
- συνώνυμο:
- αρμόδιος
3. Legally qualified or sufficient
- "A competent court"
- "Competent testimony"
- synonym:
- competent
3. Νομικά επαρκή ή επαρκή
- "Αρμόδιο δικαστήριο"
- "Μαρτυρία ανταγωνιστή"
- συνώνυμο:
- αρμόδιος
Examples of using
He's younger than most of us, but he's shown himself as a competent specialist.
Είναι νεότερος από τους περισσότερους από εμάς, αλλά έχει δείξει τον εαυτό του ως ικανό ειδικό.
I think he's competent.
Νομίζω ότι είναι ικανός.
I think he's a competent person.
Νομίζω ότι είναι ικανός άνθρωπος.