Translation meaning & definition of the word "competency" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταγωνισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Competency
[Ικανότητα]/kɑmpətɪnsi/
noun
1. The quality of being adequately or well qualified physically and intellectually
- synonym:
- competence ,
- competency
1. Η ποιότητα του να είναι επαρκώς ή καλά καταρτισμένοι σωματικά και διανοητικά
- συνώνυμο:
- επάρκεια ,
- ικανότητα