Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "compensate" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντιστάθμιση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Compensate

[Αντισταθμίζω]
/kɑmpənset/

verb

1. Adjust for

  • "Engineers will work to correct the effects or air resistance"
    synonym:
  • compensate
  • ,
  • counterbalance
  • ,
  • correct
  • ,
  • make up
  • ,
  • even out
  • ,
  • even off
  • ,
  • even up

1. Προσαρμόζομαι

  • "Οι μηχανικοί θα εργαστούν για να διορθώσουν τα αποτελέσματα ή την αντίσταση αέρα"
    συνώνυμο:
  • αντισταθμίζω
  • ,
  • αντιστάθμιση
  • ,
  • σωστός
  • ,
  • αποτελώ
  • ,
  • ακόμα και έξω
  • ,
  • ακόμα και μακριά
  • ,
  • ακόμα και

2. Make amends for

  • Pay compensation for
  • "One can never fully repair the suffering and losses of the jews in the third reich"
  • "She was compensated for the loss of her arm in the accident"
    synonym:
  • compensate
  • ,
  • recompense
  • ,
  • repair
  • ,
  • indemnify

2. Επανορθώνω

  • Πληρώνω αποζημίωση για
  • "Ποτέ δεν μπορεί κανείς να επιδιορθώσει πλήρως τα βάσανα και τις απώλειες των εβραίων στο τρίτο ράιχ"
  • "Αποζημιώθηκε για την απώλεια του χεριού της στο ατύχημα"
    συνώνυμο:
  • αντισταθμίζω
  • ,
  • ανταπέδωσε
  • ,
  • επισκευή
  • ,
  • αποζημιώνω

3. Make up for shortcomings or a feeling of inferiority by exaggerating good qualities

  • "He is compensating for being a bad father"
    synonym:
  • cover
  • ,
  • compensate
  • ,
  • overcompensate

3. Αντισταθμίστε τις αδυναμίες ή το αίσθημα κατωτερότητας υπερβάλλοντας τις καλές ιδιότητες

  • "Αποζημιώνει επειδή είναι κακός πατέρας"
    συνώνυμο:
  • κάλυμμα
  • ,
  • αντισταθμίζω
  • ,
  • υπεραντισταθμίζω

4. Make reparations or amends for

  • "Right a wrongs done to the victims of the holocaust"
    synonym:
  • right
  • ,
  • compensate
  • ,
  • redress
  • ,
  • correct

4. Προβείτε σε αποζημιώσεις ή τροποποιήσεις

  • "Σωστά τα λάθη που έγιναν στα θύματα του ολοκαυτώματος"
    συνώνυμο:
  • σωστός
  • ,
  • αντισταθμίζω
  • ,
  • επανόρθωση

5. Do or give something to somebody in return

  • "Does she pay you for the work you are doing?"
    synonym:
  • pay
  • ,
  • pay off
  • ,
  • make up
  • ,
  • compensate

5. Κάνε ή δώσε κάτι σε κάποιον σε αντάλλαγμα

  • "Σε πληρώνει για τη δουλειά που κάνεις?"
    συνώνυμο:
  • πληρώνω
  • ,
  • αποδίδω
  • ,
  • αποτελώ
  • ,
  • αντισταθμίζω

6. Make payment to

  • Compensate
  • "My efforts were not remunerated"
    synonym:
  • compensate
  • ,
  • recompense
  • ,
  • remunerate

6. Κάνω πληρωμή

  • Αντισταθμίζω
  • "Οι προσπάθειές μου δεν αμείβονται"
    συνώνυμο:
  • αντισταθμίζω
  • ,
  • ανταπέδωσε
  • ,
  • αμείβω

Examples of using

I worked hard to compensate for the loss.
Δούλεψα σκληρά για να αντισταθμίσω την απώλεια.
I will compensate you for your loss.
Θα σε αποζημιώσω για την απώλειά σου.
Diligence may compensate for lack of experience.
Η διαταραχή μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη εμπειρίας.