Translation meaning & definition of the word "compartment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαμέρισμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Compartment
[Διαμέρισμα]/kəmpɑrtmənt/
noun
1. A space into which an area is subdivided
- synonym:
- compartment
1. Ένας χώρος στον οποίο μια περιοχή υποδιαιρείται
- συνώνυμο:
- διαμέρισμα
2. A partitioned section, chamber, or separate room within a larger enclosed area
- synonym:
- compartment
2. Ένα διαχωρισμένο τμήμα, θάλαμος ή ξεχωριστό δωμάτιο μέσα σε μια μεγαλύτερη κλειστή περιοχή
- συνώνυμο:
- διαμέρισμα
Examples of using
This is a non-smoking compartment.
Αυτό είναι ένα διαμέρισμα μη καπνιζόντων.