Translation meaning & definition of the word "comparable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγκρίσιμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Comparable
[Συγκρίσιμοσ]/kɑmpərəbəl/
adjective
1. Able to be compared or worthy of comparison
- synonym:
- comparable
1. Είναι σε θέση να συγκριθεί ή αξίζει σύγκρισης
- συνώνυμο:
- συγκρίσιμοσ
2. Conforming in every respect
- "Boxes with corresponding dimensions"
- "The like period of the preceding year"
- synonym:
- comparable ,
- corresponding ,
- like
2. Συμμόρφωση από κάθε άποψη
- "Κουτιά με αντίστοιχες διαστάσεις"
- "Η παρόμοια περίοδος του προηγούμενου έτους"
- συνώνυμο:
- συγκρίσιμοσ ,
- αντίστοιχος ,
- όπως