Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "company" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "εταιρεία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Company

[Εταιρεία]
/kəmpəni/

noun

1. An institution created to conduct business

  • "He only invests in large well-established companies"
  • "He started the company in his garage"
    synonym:
  • company

1. Ένα ίδρυμα που δημιουργήθηκε για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων

  • "Επενδύει μόνο σε μεγάλες καθιερωμένες εταιρείες"
  • "Ξεκίνησε την εταιρεία στο γκαράζ του"
    συνώνυμο:
  • εταιρεία

2. Small military unit

  • Usually two or three platoons
    synonym:
  • company

2. Μικρή στρατιωτική μονάδα

  • Συνήθως δύο ή τρεις διμοιρίες
    συνώνυμο:
  • εταιρεία

3. The state of being with someone

  • "He missed their company"
  • "He enjoyed the society of his friends"
    synonym:
  • company
  • ,
  • companionship
  • ,
  • fellowship
  • ,
  • society

3. Η κατάσταση του να είσαι με κάποιον

  • "Του έλειψε η παρέα τους"
  • "Απολάμβανε την κοινωνία των φίλων του"
    συνώνυμο:
  • εταιρεία
  • ,
  • συντροφικότητα
  • ,
  • υποτροφία
  • ,
  • κοινωνία

4. Organization of performers and associated personnel (especially theatrical)

  • "The traveling company all stayed at the same hotel"
    synonym:
  • company
  • ,
  • troupe

4. Οργάνωση ερμηνευτών και συναφούς προσωπικού (ιδιαίτερα θεατρικού)

  • "Η περιοδεύουσα εταιρεία έμεινε όλη στο ίδιο ξενοδοχείο"
    συνώνυμο:
  • εταιρεία
  • ,
  • θίασος

5. A social or business visitor

  • "The room was a mess because he hadn't expected company"
    synonym:
  • caller
  • ,
  • company

5. Ένας κοινωνικός ή επιχειρηματικός επισκέπτης

  • "Το δωμάτιο ήταν χάλια γιατί δεν περίμενε παρέα"
    συνώνυμο:
  • καλών
  • ,
  • εταιρεία

6. A social gathering of guests or companions

  • "The house was filled with company when i arrived"
    synonym:
  • company

6. Μια κοινωνική συγκέντρωση επισκεπτών ή συντρόφων

  • "Το σπίτι γέμισε παρέα όταν έφτασα"
    συνώνυμο:
  • εταιρεία

7. A band of people associated temporarily in some activity

  • "They organized a party to search for food"
  • "The company of cooks walked into the kitchen"
    synonym:
  • party
  • ,
  • company

7. Μια ομάδα ανθρώπων που συνδέονται προσωρινά σε κάποια δραστηριότητα

  • "Οργάνωσαν πάρτι για αναζήτηση φαγητού"
  • "Η παρέα των μάγειρων μπήκε στην κουζίνα"
    συνώνυμο:
  • κόμμα
  • ,
  • εταιρεία

8. Crew of a ship including the officers

  • The whole force or personnel of a ship
    synonym:
  • ship's company
  • ,
  • company

8. Πλήρωμα πλοίου συμπεριλαμβανομένων των αξιωματικών

  • Όλη η δύναμη ή το προσωπικό ενός πλοίου
    συνώνυμο:
  • εταιρεία πλοίου
  • ,
  • εταιρεία

9. A unit of firefighters including their equipment

  • "A hook-and-ladder company"
    synonym:
  • company

9. Μια μονάδα πυροσβεστών συμπεριλαμβανομένου του εξοπλισμού τους

  • "Μια εταιρεία με γάντζο και σκάλα"
    συνώνυμο:
  • εταιρεία

verb

1. Be a companion to somebody

    synonym:
  • company
  • ,
  • companion
  • ,
  • accompany
  • ,
  • keep company

1. Γίνε σύντροφος κάποιου

    συνώνυμο:
  • εταιρεία
  • ,
  • συνοδός
  • ,
  • συνοδεύω
  • ,
  • κρατήστε παρέα

Examples of using

I think there's a job opening up at our company, if you're interested.
Νομίζω ότι ανοίγει μια δουλειά στην εταιρεία μας, αν ενδιαφέρεσαι.
Just being in Tom's company is enough to ruin Mary's reputation.
Το να είσαι μόνο στην παρέα του Τομ είναι αρκετό για να καταστρέψει τη φήμη της Μαίρης.
The records of our company show a large profit for the year.
Τα αρχεία της εταιρείας μας δείχνουν μεγάλο κέρδος για τη χρονιά.