Translation meaning & definition of the word "companionship" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντροφικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Companionship
[Συντροφικότητα]/kəmpænjənʃɪp/
noun
1. The state of being with someone
- "He missed their company"
- "He enjoyed the society of his friends"
- synonym:
- company ,
- companionship ,
- fellowship ,
- society
1. Η κατάσταση του να είσαι με κάποιον
- "Έχασε την εταιρεία τους"
- "Απόλαυσε την κοινωνία των φίλων του"
- συνώνυμο:
- εταιρεία ,
- συντροφικότητα ,
- κοινωνία