Translation meaning & definition of the word "commuter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αρμόδιος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Commuter
[Μετακινών]/kəmjutər/
noun
1. A passenger train that is ridden primarily by passengers who travel regularly from one place to another
- synonym:
- commuter ,
- commuter train
1. Ένα επιβατικό τρένο που οδηγείται κυρίως από επιβάτες που ταξιδεύουν τακτικά από το ένα μέρος στο άλλο
- συνώνυμο:
- μετακινών ,
- τρένο μετακίνησης
2. Someone who travels regularly from home in a suburb to work in a city
- synonym:
- commuter
2. Κάποιος που ταξιδεύει τακτικά από το σπίτι σε ένα προάστιο για να εργαστεί σε μια πόλη
- συνώνυμο:
- μετακινών