Translation meaning & definition of the word "commutation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετατροπή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Commutation
[Μετατροπή]/kɑmjəteʃən/
noun
1. The travel of a commuter
- synonym:
- commutation ,
- commuting
1. Το ταξίδι ενός μετακινούμενου
- συνώνυμο:
- μετατροπή ,
- μετακινήσεισ
2. A warrant substituting a lesser punishment for a greater one
- synonym:
- commutation
2. Ένα ένταλμα που αντικαθιστά μια μικρότερη τιμωρία για μια μεγαλύτερη
- συνώνυμο:
- μετατροπή
3. (law) the reduction in severity of a punishment imposed by law
- synonym:
- commutation ,
- re-sentencing
3. (νυ) η μείωση της σοβαρότητας μιας τιμωρίας που επιβάλλεται από το νόμο
- συνώνυμο:
- μετατροπή ,
- επαναπροτείνω
4. The act of putting one thing or person in the place of another: "he sent smith in for jones but the substitution came too late to help"
- synonym:
- substitution ,
- exchange ,
- commutation
4. Η πράξη του να βάζεις ένα πράγμα ή ένα άτομο στη θέση του άλλου: "έβαλε τον σμιθ στον τζόουνς, αλλά η αντικατάσταση ήρθε πολύ αργά"
- συνώνυμο:
- υποκατάσταση ,
- ανταλλαγή ,
- μετατροπή