Translation meaning & definition of the word "communist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κομμουνιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Communist
[Κομμουνιστής]/kɑmjənəst/
noun
1. A member of the communist party
- synonym:
- Communist
1. Μέλος του κομμουνιστικού κόμματος
- συνώνυμο:
- Κομμουνιστής
2. A socialist who advocates communism
- synonym:
- communist ,
- commie
2. Ένας σοσιαλιστής που υποστηρίζει τον κομμουνισμό
- συνώνυμο:
- κομμουνιστής ,
- επιτροπή
adjective
1. Relating to or marked by communism
- "Communist party"
- "Communist governments"
- "Communistic propaganda"
- synonym:
- communist ,
- communistic
1. Σχετίζονται ή χαρακτηρίζονται από τον κομμουνισμό
- "Κομμουνιστικό κόμμα"
- "Κομμουνιστικές κυβερνήσεις"
- "Κομμουνιστική προπαγάνδα"
- συνώνυμο:
- κομμουνιστής ,
- κομμουνιστικόσ
Examples of using
Tom isn't a communist.
Ο Τομ δεν είναι κομμουνιστής.
Tom is a communist.
Ο Τομ είναι κομμουνιστής.
There would be no New China without the communist party.
Δεν θα υπήρχε Νέα Κίνα χωρίς το κομμουνιστικό κόμμα.