Translation meaning & definition of the word "communism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κομμουνισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Communism
[Κομμουνισμός]/kɑmjənɪzəm/
noun
1. A form of socialism that abolishes private ownership
- synonym:
- communism
1. Μια μορφή σοσιαλισμού που καταργεί την ιδιωτική ιδιοκτησία
- συνώνυμο:
- κομμουνισμός
2. A political theory favoring collectivism in a classless society
- synonym:
- communism
2. Μια πολιτική θεωρία που ευνοεί τον κολεκτιβισμό σε μια αταξική κοινωνία
- συνώνυμο:
- κομμουνισμός
Examples of using
A spectre haunts Europe: the spectre of communism.
Ένα φάντασμα στοιχειώνει την Ευρώπη: το φάντασμα του κομμουνισμού.
"Left-Wing" communism is an infantile disorder.
"Ο κομμουνισμός "Αριστερά" είναι μια παιδική διαταραχή.
A spectre is haunting Europe — the spectre of communism.
Ένα φάντασμα στοιχειώνει την Ευρώπη — το φάντασμα του κομμουνισμού.