Translation meaning & definition of the word "communicating" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επικοινωνία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Communicating
[Επικοινωνία]/kəmjunəketɪŋ/
noun
1. The activity of communicating
- The activity of conveying information
- "They could not act without official communication from moscow"
- synonym:
- communication ,
- communicating
1. Η δραστηριότητα της επικοινωνίας
- Η δραστηριότητα της μεταφοράς πληροφοριών
- "Δεν μπορούσαν να δράσουν χωρίς επίσημη επικοινωνία από τη μόσχα"
- συνώνυμο:
- επικοινωνία