Translation meaning & definition of the word "commune" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοινοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Commune
[Κομμούνα]/kɑmjun/
noun
1. The smallest administrative district of several european countries
- synonym:
- commune
1. Η μικρότερη διοικητική περιφέρεια από πολλές ευρωπαϊκές χώρες
- συνώνυμο:
- κοινότητα
2. A body of people or families living together and sharing everything
- synonym:
- commune
2. Ένα σώμα ανθρώπων ή οικογενειών που ζουν μαζί και μοιράζονται τα πάντα
- συνώνυμο:
- κοινότητα
verb
1. Communicate intimately with
- Be in a state of heightened, intimate receptivity
- "He seemed to commune with nature"
- synonym:
- commune
1. Επικοινωνείτε στενά με
- Να είστε σε κατάσταση αυξημένης, οικείας δεκτικότητας
- "Φάνηκε να επικοινωνεί με τη φύση"
- συνώνυμο:
- κοινότητα
2. Receive communion, in the catholic church
- synonym:
- commune ,
- communicate
2. Λάβετε κοινωνία, στην καθολική εκκλησία
- συνώνυμο:
- κοινότητα ,
- επικοινωνώ