Translation meaning & definition of the word "communal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοινοτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Communal
[Κοινοτικόσ]/kəmjunəl/
adjective
1. For or by a group rather than individuals
- "Dipping each his bread into a communal dish of stew"- paul roche
- "A communal settlement in which all earnings and food were shared"
- "A group effort"
- synonym:
- communal
1. Υπέρ ή από ομάδα και όχι από άτομα
- "Πίνοντας το κάθε ψωμί του σε ένα κοινόχρηστο πιάτο στιφάδο" - πωλ ροτσέ
- "Ένας κοινοτικός οικισμός στον οποίο μοιράζονταν όλα τα κέρδη και τα τρόφιμα"
- "Μια ομαδική προσπάθεια"
- συνώνυμο:
- κοινοτικός
2. Relating to a small administrative district or community
- "Communal elections in several european countries"
- synonym:
- communal
2. Σχετικά με μια μικρή διοικητική περιοχή ή κοινότητα
- "Κοινοτικές εκλογές σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες"
- συνώνυμο:
- κοινοτικός