Translation meaning & definition of the word "commotion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοινωνία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Commotion
[Συμπλοκή]/kəmoʊʃən/
noun
1. A disorderly outburst or tumult
- "They were amazed by the furious disturbance they had caused"
- synonym:
- disturbance ,
- disruption ,
- commotion ,
- flutter ,
- hurly burly ,
- to-do ,
- hoo-ha ,
- hoo-hah ,
- kerfuffle
1. Μια άτακτη έκρηξη ή αναταραχή
- "Εντυπωσιάστηκαν από την εξαγριωμένη διαταραχή που είχαν προκαλέσει"
- συνώνυμο:
- διαταραχή ,
- διακοπή ,
- αναταραχή ,
- φτερουγίζω ,
- βιαστικά ανατριχιαστικός ,
- πρέπει να κάνω ,
- χου-χα ,
- χου-χαχ ,
- κερφάφι
2. The act of making a noisy disturbance
- synonym:
- commotion ,
- din ,
- ruction ,
- ruckus ,
- rumpus ,
- tumult
2. Η πράξη της πραγματοποίησης μιας θορυβώδους διαταραχής
- συνώνυμο:
- αναταραχή ,
- τιν ,
- απόσβεση ,
- τακούνι ,
- ρουμπίνα ,
- ταραχή
3. Confused movement
- "He was caught up in a whirl of work"
- "A commotion of people fought for the exits"
- synonym:
- whirl ,
- commotion
3. Μπερδεμένη κίνηση
- "Είχε παγιδευτεί σε μια δίνη εργασίας"
- "Μια αναταραχή των ανθρώπων που αγωνίστηκαν για τις εξόδους"
- συνώνυμο:
- στροβιλίζω ,
- αναταραχή
Examples of using
What's the purpose of all this commotion?
Ποιος είναι ο σκοπός όλης αυτής της αναστάτωσης?