Translation meaning & definition of the word "commons" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοινά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Commons
[Κοινά]/kɑmənz/
noun
1. A piece of open land for recreational use in an urban area
- "They went for a walk in the park"
- synonym:
- park ,
- commons ,
- common ,
- green
1. Ένα κομμάτι ανοιχτής γης για ψυχαγωγική χρήση σε μια αστική περιοχή
- "Πήγαν μια βόλτα στο πάρκο"
- συνώνυμο:
- πάρκο ,
- κοινά ,
- κοινός ,
- πράσινος
2. A pasture subject to common use
- synonym:
- commons ,
- common land
2. Ένα βοσκότοπο που υπόκειται σε κοινή χρήση
- συνώνυμο:
- κοινά ,
- κοινή γη
3. A class composed of persons lacking clerical or noble rank
- synonym:
- commonalty ,
- commonality ,
- commons
3. Μια τάξη που αποτελείται από πρόσωπα που δεν έχουν κληρικό ή ευγενή βαθμό
- συνώνυμο:
- κοινότητα ,
- κοινά
4. The common people
- synonym:
- third estate ,
- Commons
4. Οι κοινοί άνθρωποι
- συνώνυμο:
- τρίτο κτήμα ,
- Κοινά