Translation meaning & definition of the word "common" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοινό" στην ελληνική γλώσσα
Common
[Κοινός]noun
1. A piece of open land for recreational use in an urban area
- "They went for a walk in the park"
- synonym:
- park ,
- commons ,
- common ,
- green
1. Ένα κομμάτι ανοιχτής γης για ψυχαγωγική χρήση σε μια αστική περιοχή
- "Πήγαν μια βόλτα στο πάρκο"
- συνώνυμο:
- πάρκο ,
- κοινά ,
- κοινός ,
- πράσινος
adjective
1. Belonging to or participated in by a community as a whole
- Public
- "For the common good"
- "Common lands are set aside for use by all members of a community"
- synonym:
- common
1. Ανήκει ή συμμετέχει σε μια κοινότητα στο σύνολό της
- Δημόσιος
- "Για το κοινό καλό"
- "Οι κοινές γαίες παραμερίζονται για χρήση από όλα τα μέλη μιας κοινότητας"
- συνώνυμο:
- κοινός
2. Having no special distinction or quality
- Widely known or commonly encountered
- Average or ordinary or usual
- "The common man"
- "A common sailor"
- "The common cold"
- "A common nuisance"
- "Followed common procedure"
- "It is common knowledge that she lives alone"
- "The common housefly"
- "A common brand of soap"
- synonym:
- common
2. Χωρίς ιδιαίτερη διάκριση ή ποιότητα
- Ευρέως γνωστός ή συνήθως συναντάται
- Μέσος όρος ή συνηθισμένος ή συνηθισμένος
- "Ο κοινός άνθρωπος"
- "Ένας κοινός ναύτης"
- "Το κοινό κρυολόγημα"
- "Μια κοινή ενόχληση"
- "Μετά από κοινή διαδικασία"
- "Είναι κοινή γνώση ότι ζει μόνη"
- "Η κοινή πεταλούδα"
- "Μια κοινή μάρκα σαπουνιού"
- συνώνυμο:
- κοινός
3. Common to or shared by two or more parties
- "A common friend"
- "The mutual interests of management and labor"
- synonym:
- common ,
- mutual
3. Κοινή ή κοινή σε δύο ή περισσότερα μέρη
- "Ένας κοινός φίλος"
- "Τα αμοιβαία συμφέροντα της διοίκησης και της εργασίας"
- συνώνυμο:
- κοινός ,
- αμοιβαίος
4. Commonly encountered
- "A common (or familiar) complaint"
- "The usual greeting"
- synonym:
- common ,
- usual
4. Συνήθως συναντώνται
- "Ένα συνηθισμένο ( οικείο) παράπονο"
- "Ο συνηθισμένος χαιρετισμός"
- συνώνυμο:
- κοινός ,
- συνηθισμένος
5. Being or characteristic of or appropriate to everyday language
- "Common parlance"
- "A vernacular term"
- "Vernacular speakers"
- "The vulgar tongue of the masses"
- "The technical and vulgar names for an animal species"
- synonym:
- common ,
- vernacular ,
- vulgar
5. Είναι ή είναι χαρακτηριστικό ή κατάλληλο για την καθημερινή γλώσσα
- "Κοινή αναλογία"
- "Ακτινοβολικός όρος"
- "Κυρίαρχοι ομιλητές"
- "Η χυδαία γλώσσα των μαζών"
- "Τα τεχνικά και χυδαία ονόματα για ένα είδος ζώου"
- συνώνυμο:
- κοινός ,
- νυκτερινόσ ,
- χυδαίος
6. Of or associated with the great masses of people
- "The common people in those days suffered greatly"
- "Behavior that branded him as common"
- "His square plebeian nose"
- "A vulgar and objectionable person"
- "The unwashed masses"
- synonym:
- common ,
- plebeian ,
- vulgar ,
- unwashed
6. Από ή συνδεδεμένες με τις μεγάλες μάζες των ανθρώπων
- "Οι κοινοί άνθρωποι εκείνες τις ημέρες υπέφεραν πολύ"
- "Συμπεριφορά που τον χαρακτήρισε κοινό"
- "Η τετραγωνική πληβεϊκή μύτη"
- "Χυδαίο και απαράδεκτο άτομο"
- "Οι άπλυτες μάζες"
- συνώνυμο:
- κοινός ,
- πληβείοσ ,
- χυδαίος ,
- άπλυτοσ
7. Of low or inferior quality or value
- "Of what coarse metal ye are molded"- shakespeare
- "Produced...the common cloths used by the poorer population"
- synonym:
- coarse ,
- common
7. Χαμηλής ή κατώτερης ποιότητας ή αξίας
- "Από ποιο χοντρό μέταλλο είστε φορμαρισμένοι"- σαίξπηρ
- "Παράγονται.τα κοινά υφάσματα που χρησιμοποιούνται από τον φτωχότερο πληθυσμό"
- συνώνυμο:
- χονδροειδήσ ,
- κοινός
8. Lacking refinement or cultivation or taste
- "He had coarse manners but a first-rate mind"
- "Behavior that branded him as common"
- "An untutored and uncouth human being"
- "An uncouth soldier--a real tough guy"
- "Appealing to the vulgar taste for violence"
- "The vulgar display of the newly rich"
- synonym:
- coarse ,
- common ,
- rough-cut ,
- uncouth ,
- vulgar
8. Έλλειψη φινέτσας ή καλλιέργειας ή γεύσης
- "Είχε χονδροειδείς τρόπους αλλά ένα μυαλό πρώτης τάξεως"
- "Συμπεριφορά που τον χαρακτήρισε κοινό"
- "Ένας ανεκμετάλλευτος και άψυχος άνθρωπος"
- "Ένας ακατοίκητος στρατιώτης-ένας πραγματικά σκληρός τύπος"
- "Εμφανίζονται στη χυδαία γεύση για τη βία"
- "Η χυδαία επίδειξη των νεοπλουσίων"
- συνώνυμο:
- χονδροειδήσ ,
- κοινός ,
- τραχύ κόψιμο ,
- απερίσκεπτοσ ,
- χυδαίος
9. To be expected
- Standard
- "Common decency"
- synonym:
- common
9. Αναμένεται
- Τυποποιημένος
- "Κοινή αξιοπρέπεια"
- συνώνυμο:
- κοινός