Translation meaning & definition of the word "commodity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπόρευμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Commodity
[Εμπορεύματα]/kəmɑdəti/
noun
1. Articles of commerce
- synonym:
- commodity ,
- trade good ,
- good
1. Άρθρα του εμπορίου
- συνώνυμο:
- εμπόρευμα ,
- εμπορικό αγαθό ,
- καλός