Translation meaning & definition of the word "commode" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοινωνία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Commode
[Εμπορεύω]/kəmoʊd/
noun
1. A plumbing fixture for defecation and urination
- synonym:
- toilet ,
- can ,
- commode ,
- crapper ,
- pot ,
- potty ,
- stool ,
- throne
1. Ένα υδραυλικό προσάρτημα για αφόδευση και ούρηση
- συνώνυμο:
- τουαλέτα ,
- μπορώ ,
- επαναλαμβάνω ,
- παπαγάλος ,
- δοχείο ,
- ασήμαντοσ ,
- σκαμνί ,
- θρόνοσ
2. A tall elegant chest of drawers
- synonym:
- chiffonier ,
- commode
2. Ένα ψηλό κομψό συρτάρι
- συνώνυμο:
- σιφονιέρα ,
- επαναλαμβάνω