Translation meaning & definition of the word "commitment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δεσμεύσεις" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Commitment
[Δέσμευση]/kəmɪtmənt/
noun
1. The trait of sincere and steadfast fixity of purpose
- "A man of energy and commitment"
- synonym:
- committedness ,
- commitment
1. Το χαρακτηριστικό της ειλικρινούς και σταθερής σταθερότητας του σκοπού
- "Ένας άνθρωπος της ενέργειας και της δέσμευσης"
- συνώνυμο:
- αφοσίωση ,
- δέσμευση
2. The act of binding yourself (intellectually or emotionally) to a course of action
- "His long commitment to public service"
- "They felt no loyalty to a losing team"
- synonym:
- commitment ,
- allegiance ,
- loyalty ,
- dedication
2. Η πράξη της δέσμευσης του εαυτού σας (διανοητικά ή συναισθηματικά) σε μια πορεία δράσης
- "Η μακροχρόνια δέσμευσή του στη δημόσια υπηρεσία"
- "Δεν ένιωσαν πίστη σε μια χαμένη ομάδα"
- συνώνυμο:
- δέσμευση ,
- αφοσίωση ,
- πίστη ,
- αφιέρωση
3. An engagement by contract involving financial obligation
- "His business commitments took him to london"
- synonym:
- commitment
3. Εμπλοκή με σύμβαση που περιλαμβάνει οικονομική υποχρέωση
- "Οι επιχειρηματικές του δεσμεύσεις τον οδήγησαν στο λονδίνο"
- συνώνυμο:
- δέσμευση
4. A message that makes a pledge
- synonym:
- commitment ,
- dedication
4. Ένα μήνυμα που κάνει μια υπόσχεση
- συνώνυμο:
- δέσμευση ,
- αφιέρωση
5. The official act of consigning a person to confinement (as in a prison or mental hospital)
- synonym:
- commitment ,
- committal ,
- consignment
5. Η επίσημη πράξη της αποστολής ενός ατόμου στον περιορισμό (α σε φυλακή ή σε ψυχιατρικό νοσοκομείο)
- συνώνυμο:
- δέσμευση ,
- αναμεταδότησ ,
- αποστολή