Translation meaning & definition of the word "commercialism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπορευματισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Commercialism
[Εμπορικότητα]/kəmərʃəlɪzəm/
noun
1. Transactions (sales and purchases) having the objective of supplying commodities (goods and services)
- synonym:
- commerce ,
- commercialism ,
- mercantilism
1. Συναλλαγές (πωλήσεις και αγορές) με στόχο την προμήθεια εμπορευμάτων (εμπορευμάτων και υπηρεσιών)
- συνώνυμο:
- εμπόριο ,
- εμπορικότητα ,
- μερκαντιλισμός