Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "commercial" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπορική" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Commercial

[Εμπορικός]
/kəmərʃəl/

noun

1. A commercially sponsored ad on radio or television

    synonym:
  • commercial
  • ,
  • commercial message

1. Μια εμπορικά χορηγούμενη διαφήμιση στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση

    συνώνυμο:
  • εμπορικός
  • ,
  • εμπορικό μήνυμα

adjective

1. Connected with or engaged in or sponsored by or used in commerce or commercial enterprises

  • "Commercial trucker"
  • "Commercial tv"
  • "Commercial diamonds"
    synonym:
  • commercial

1. Συνδεδεμένος ή απασχολούμενος ή χρηματοδοτούμενος από ή χρησιμοποιημένος στο εμπόριο ή τις εμπορικές επιχειρήσεις

  • "Εμπορικός φορτηγατζής"
  • "Εμπορική τηλεόραση"
  • "Εμπορικά διαμάντια"
    συνώνυμο:
  • εμπορικός

2. Of or relating to commercialism

  • "A commercial attache"
  • "Commercial paper"
  • "Commercial law"
    synonym:
  • commercial

2. Από ή σχετίζονται με τον εμπορικό χαρακτήρα

  • "Εμπορική αττάτη"
  • "Εμπορικό χαρτί"
  • "Εμπορικός νόμος"
    συνώνυμο:
  • εμπορικός

3. Of the kind or quality used in commerce

  • Average or inferior
  • "Commercial grade of beef"
  • "Commercial oxalic acid"
    synonym:
  • commercial
  • ,
  • commercial-grade

3. Του είδους ή της ποιότητας που χρησιμοποιείται στο εμπόριο

  • Μέσος όρος ή κατώτερος
  • "Εμπορικός βαθμός βοείου κρέατος"
  • "Εμπορικό οξαλικό οξύ"
    συνώνυμο:
  • εμπορικός
  • ,
  • εμπορική βαθμολογία

Examples of using

Did you see the new commercial?
Είδατε τη νέα διαφήμιση?
What's your favorite commercial?
Ποιο είναι το αγαπημένο σας διαφημιστικό?
That commercial makes a strong impression - especially the music. It stays in your head.
Αυτή η διαφήμιση κάνει μια ισχυρή εντύπωση - ειδικά η μουσική. Μένει στο κεφάλι σου.