Translation meaning & definition of the word "commander" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διοικητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Commander
[Διοικητής]/kəmændər/
noun
1. An officer in command of a military unit
- synonym:
- commanding officer ,
- commandant ,
- commander
1. Ένας αξιωματικός που διοικεί μια στρατιωτική μονάδα
- συνώνυμο:
- διοικητής
2. Someone in an official position of authority who can command or control others
- synonym:
- commander
2. Κάποιος σε επίσημη θέση εξουσίας που μπορεί να διοικεί ή να ελέγχει άλλους
- συνώνυμο:
- διοικητής
3. A commissioned naval officer who ranks above a lieutenant commander and below a captain
- synonym:
- commander
3. Ένας αξιωματικός του ναυτικού που κατατάσσεται πάνω από έναν υπολοχαγό διοικητή και κάτω από έναν καπετάνιο
- συνώνυμο:
- διοικητής
4. An officer in the airforce
- synonym:
- air force officer ,
- commander
4. Ένας αξιωματικός στην αεροπορία
- συνώνυμο:
- αξιωματικός της αεροπορίας ,
- διοικητής
Examples of using
They had some doubts about their commander.
Είχαν κάποιες αμφιβολίες για τον διοικητή τους.
He is commander of our troops.
Είναι διοικητής των στρατευμάτων μας.