Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "comic" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κόμικς" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Comic

[Κόμικ]
/kɑmɪk/

noun

1. A professional performer who tells jokes and performs comical acts

    synonym:
  • comedian
  • ,
  • comic

1. Ένας επαγγελματίας ερμηνευτής που λέει αστεία και εκτελεί κωμικές πράξεις

    συνώνυμο:
  • κωμικός
  • ,
  • κόμικ

adjective

1. Arousing or provoking laughter

  • "An amusing film with a steady stream of pranks and pratfalls"
  • "An amusing fellow"
  • "A comic hat"
  • "A comical look of surprise"
  • "Funny stories that made everybody laugh"
  • "A very funny writer"
  • "It would have been laughable if it hadn't hurt so much"
  • "A mirthful experience"
  • "Risible courtroom antics"
    synonym:
  • amusing
  • ,
  • comic
  • ,
  • comical
  • ,
  • funny
  • ,
  • laughable
  • ,
  • mirthful
  • ,
  • risible

1. Προκαλώντας ή προκαλώντας γέλιο

  • "Μια διασκεδαστική ταινία με ένα σταθερό ρεύμα φάρσες και φατρίες"
  • "Ένας διασκεδαστικός φίλος"
  • "Ένα κωμικό καπέλο"
  • "Μια κωμική εμφάνιση έκπληξης"
  • "Αστείες ιστορίες που έκαναν τους πάντες να γελούν"
  • "Πολύ αστείος συγγραφέας"
  • "Θα ήταν γελοίο αν δεν είχε πονέσει τόσο πολύ"
  • "Μια απίστευτη εμπειρία"
  • "Εξευτελιστικές αντίκες των δικαστηρίων"
    συνώνυμο:
  • διασκεδαστικό
  • ,
  • κόμικ
  • ,
  • κωμικόσ
  • ,
  • αστείος
  • ,
  • γελαστόσ
  • ,
  • καθρέφτησ
  • ,
  • ευκίνητοσ

2. Of or relating to or characteristic of comedy

  • "Comic hero"
    synonym:
  • comic

2. Από ή σχετίζονται με ή χαρακτηριστικά της κωμωδίας

  • "Κόμικος ήρωας"
    συνώνυμο:
  • κόμικ

Examples of using

My sister is constantly reading comic books.
Η αδερφή μου διαβάζει συνεχώς κόμικς.
Most funny stories are based on comic situations.
Οι περισσότερες αστείες ιστορίες βασίζονται σε κωμικές καταστάσεις.