Translation meaning & definition of the word "comforting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενίσχυση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Comforting
[Ανακουφίζω]/kəmfərtɪŋ/
adjective
1. Providing freedom from worry
- synonym:
- comforting ,
- cheering ,
- satisfying
1. Παροχή ελευθερίας από ανησυχία
- συνώνυμο:
- παρηγορητικόσ ,
- επευφημίεσ ,
- ικανοποιητικός
2. Affording comfort or solace
- synonym:
- comforting ,
- consolatory ,
- consoling
2. Παρέχοντας άνεση ή παρηγοριά
- συνώνυμο:
- παρηγορητικόσ ,
- παρηγοριά