Translation meaning & definition of the word "comely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελάτε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Comely
[Ελάτε]/kəmli/
adjective
1. According with custom or propriety
- "Her becoming modesty"
- "Comely behavior"
- "It is not comme il faut for a gentleman to be constantly asking for money"
- "A decent burial"
- "Seemly behavior"
- synonym:
- becoming ,
- comely ,
- comme il faut ,
- decent ,
- decorous ,
- seemly
1. Σύμφωνα με το έθιμο ή την ιδιοκτησία
- "Γινε μετριοφροσύνη"
- "Ελεύθερη συμπεριφορά"
- "Δεν είναι αναγκαίο να ζητάει ένας κύριος συνεχώς χρήματα"
- "Μια αξιοπρεπής ταφή"
- "Φαινομενική συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- γίνομαι ,
- ελκυστικόσ ,
- ευχαριστώ ,
- αξιοπρεπής ,
- διακοσμητικός ,
- φαινομενικά
2. Very pleasing to the eye
- "My bonny lass"
- "There's a bonny bay beyond"
- "A comely face"
- "Young fair maidens"
- synonym:
- bonny ,
- bonnie ,
- comely ,
- fair ,
- sightly
2. Πολύ ευχάριστο στο μάτι
- "Το καλό μου λας"
- "Υπάρχει ένας καλός κόλπος πέρα από αυτό"
- "Ένα ελκυστικό πρόσωπο"
- "Νεαρές δίκαιες κοπέλες"
- συνώνυμο:
- ανόητοσ ,
- μπόνι ,
- ελκυστικόσ ,
- δίκαιος ,
- απερίσκεπτα
Examples of using
Shew me thy face, let thy voice sound in my ears: for thy voice is sweet, and thy face comely.
Σήκωσε το πρόσωπό σου, άσε τη φωνή σου να ηχήσει στα αυτιά μου επειδή η φωνή σου είναι γλυκιά, και το πρόσωπό σου να έρθει.