Translation meaning & definition of the word "comedy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κωμωδία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Comedy
[Κωμωδία]/kɑmədi/
noun
1. Light and humorous drama with a happy ending
- synonym:
- comedy
1. Φως και χιουμοριστικό δράμα με ευτυχισμένο τέλος
- συνώνυμο:
- κωμωδία
2. A comic incident or series of incidents
- synonym:
- drollery ,
- clowning ,
- comedy ,
- funniness
2. Ένα κωμικό περιστατικό ή μια σειρά από περιστατικά
- συνώνυμο:
- απατεώνασ ,
- κλόουν ,
- κωμωδία ,
- αστείο
Examples of using
I saw an funny comedy last night.
Χθες το βράδυ είδα μια αστεία κωμωδία.
I saw an amusing comedy last night.
Χθες το βράδυ είδα μια διασκεδαστική κωμωδία.
This film is a comedy.
Η ταινία είναι κωμωδία.