Translation meaning & definition of the word "comedian" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φαγερινός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Comedian
[Κωμικός]/kəmidiən/
noun
1. A professional performer who tells jokes and performs comical acts
- synonym:
- comedian ,
- comic
1. Ένας επαγγελματίας ερμηνευτής που λέει αστεία και εκτελεί κωμικές πράξεις
- συνώνυμο:
- κωμικός ,
- κόμικ
2. An actor in a comedy
- synonym:
- comedian
2. Ένας ηθοποιός σε μια κωμωδία
- συνώνυμο:
- κωμικός