Translation meaning & definition of the word "combination" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνδυασμός" στην ελληνική γλώσσα
Combination
[Συνδυασμός]noun
1. A collection of things that have been combined
- An assemblage of separate parts or qualities
- synonym:
- combination
1. Μια συλλογή από πράγματα που έχουν συνδυαστεί
- Συναρμολόγηση ξεχωριστών μερών ή ποιοτήτων
- συνώνυμο:
- συνδυασμός
2. A coordinated sequence of chess moves
- synonym:
- combination
2. Μια συντονισμένη ακολουθία σκακιστικών κινήσεων
- συνώνυμο:
- συνδυασμός
3. A sequence of numbers or letters that opens a combination lock
- "He forgot the combination to the safe"
- synonym:
- combination
3. Μια ακολουθία αριθμών ή γραμμάτων που ανοίγει μια κλειδαριά συνδυασμού
- "Ξεχνάει το συνδυασμό με το χρηματοκιβώτιο"
- συνώνυμο:
- συνδυασμός
4. A group of people (often temporary) having a common purpose
- "They were a winning combination"
- synonym:
- combination
4. Μια ομάδα ανθρώπων (συχνά προσωρινή) με κοινό σκοπό
- "Ήταν ένας νικηφόρος συνδυασμός"
- συνώνυμο:
- συνδυασμός
5. An alliance of people or corporations or countries for a special purpose (formerly to achieve some antisocial end but now for general political or economic purposes)
- synonym:
- combination
5. Μια συμμαχία ανθρώπων ή εταιρειών ή χωρών για έναν ειδικό σκοπό (παραπληρως για να επιτύχει κάποιο αντικοινωνικό σκοπό, αλλά τώρα για γενικούς πο
- συνώνυμο:
- συνδυασμός
6. The act of arranging elements into specified groups without regard to order
- synonym:
- combination
6. Την πράξη της τακτοποίησης στοιχείων σε συγκεκριμένες ομάδες χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η τάξη
- συνώνυμο:
- συνδυασμός
7. The act of combining things to form a new whole
- synonym:
- combination ,
- combining ,
- compounding
7. Η πράξη του συνδυασμού των πραγμάτων για να σχηματίσουν ένα νέο σύνολο
- συνώνυμο:
- συνδυασμός ,
- σύνθεση