Translation meaning & definition of the word "combed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κωδικοποιημένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Combed
[Χτυπημένο]/koʊmd/
adjective
1. (of hair) made tidy with a comb
- "With hair combed to the side"
- synonym:
- combed
1. (των μαλλιών) γίνεται τακτοποιημένο με μια χτένα
- "Με τα μαλλιά χτενισμένα στο πλάι"
- συνώνυμο:
- χτενισμένο
Examples of using
Tom combed back his hair.
Ο Τομ χτένισε τα μαλλιά του.