Translation meaning & definition of the word "columnist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στηλοθέτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Columnist
[Στηλοπαραγωγός]/kɑləmnəst/
noun
1. A journalist who writes editorials
- synonym:
- columnist ,
- editorialist
1. Ένας δημοσιογράφος που γράφει συντάκτες
- συνώνυμο:
- αρθρογράφοσ ,
- συντακτικόσ