Translation meaning & definition of the word "columbo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολούμπο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Columbo
[Κολούμπο]/koʊləmboʊ/
noun
1. Any of various tall perennial herbs constituting the genus frasera
- Widely distributed in warm dry upland areas of california, oregon, and washington
- synonym:
- columbo ,
- American columbo ,
- deer's-ear ,
- deer's-ears ,
- pyramid plant ,
- American gentian
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα ψηλά πολυετή βότανα που αποτελούν το γένος φρέιζερα
- Ευρέως διαδεδομένη σε θερμές ξηρές περιοχές της καλιφόρνια, του όρεγκον και της ουάσινγκτον
- συνώνυμο:
- κολούμπο ,
- Αμερικανικό κολούμπο ,
- αρκούδα ,
- αυτιά του ελαφιού ,
- φυτό πυραμίδας ,
- Αμερικανός γεντιανός