Translation meaning & definition of the word "colt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολάτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Colt
[Κολτ]/koʊlt/
noun
1. A young male horse under the age of four
- synonym:
- colt
1. Ένα νεαρό αρσενικό άλογο κάτω από την ηλικία των τεσσάρων
- συνώνυμο:
- πουλάρι
2. A kind of revolver
- synonym:
- Colt
2. Ένα είδος περίστροφου
- συνώνυμο:
- Κολτ
Examples of using
The monkey rode on the colt.
Ο πίθηκος περιπλανήθηκε στο πουλάρι.
The mother fed the newborn colt.
Η μητέρα τάιζε το νεογέννητο πουλάρι.
The wildest colt makes the best horse.
Το πιο άγριο πουλί κάνει το καλύτερο άλογο.