Translation meaning & definition of the word "colossal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολοσσιαία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Colossal
[Κολοσσιαία]/kəlɑsəl/
adjective
1. So great in size or force or extent as to elicit awe
- "Colossal crumbling ruins of an ancient temple"
- "Has a colossal nerve"
- "A prodigious storm"
- "A stupendous field of grass"
- "Stupendous demand"
- synonym:
- colossal ,
- prodigious ,
- stupendous
1. Τόσο μεγάλη σε μέγεθος ή δύναμη ή έκταση ώστε να προκαλέσει δέος
- "Κολοσσιαία καταρρέοντα ερείπια ενός αρχαίου ναού"
- "Έχει κολοσσιαίο νεύρο"
- "Τεράστια καταιγίδα"
- "Ένα τεράστιο πεδίο γρασιδιού"
- "Τεράστια ζήτηση"
- συνώνυμο:
- κολοσσιαία ,
- τεράστιος ,
- βλακώδησ