Translation meaning & definition of the word "colony" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποικία" στην ελληνική γλώσσα
Colony
[Αποικία]noun
1. A body of people who settle far from home but maintain ties with their homeland
- Inhabitants remain nationals of their home state but are not literally under the home state's system of government
- "The american colony in paris"
- synonym:
- colony ,
- settlement
1. Ένα σώμα ανθρώπων που εγκαθίστανται μακριά από το σπίτι, αλλά διατηρούν δεσμούς με την πατρίδα τους
- Οι κάτοικοι παραμένουν υπήκοοι του κράτους καταγωγής τους, αλλά δεν είναι κυριολεκτικά κάτω από το σύστημα διακυβέρνησης του κράτους
- "Η αμερικανική αποικία στο παρίσι"
- συνώνυμο:
- αποικία ,
- οικισμός
2. A group of organisms of the same type living or growing together
- synonym:
- colony
2. Μια ομάδα οργανισμών του ίδιου τύπου που ζουν ή αναπτύσσονται μαζί
- συνώνυμο:
- αποικία
3. One of the 13 british colonies that formed the original states of the united states
- synonym:
- Colony
3. Μία από τις 13 βρετανικές αποικίες που σχημάτισαν τις αρχικές πολιτείες των ηνωμένων πολιτειών
- συνώνυμο:
- Αποικία
4. A place where a group of people with the same interest or occupation are concentrated
- "A nudist colony"
- "An artists' colony"
- synonym:
- colony
4. Ένας τόπος όπου συγκεντρώνεται μια ομάδα ανθρώπων με το ίδιο ενδιαφέρον ή επάγγελμα
- "Αποικία γυμνιστών"
- "Αποικία καλλιτεχνών"
- συνώνυμο:
- αποικία
5. A geographical area politically controlled by a distant country
- synonym:
- colony ,
- dependency
5. Μια γεωγραφική περιοχή που ελέγχεται πολιτικά από μια μακρινή χώρα
- συνώνυμο:
- αποικία ,
- εξάρτηση
6. (microbiology) a group of organisms grown from a single parent cell
- synonym:
- colony
6. (μικροβιολογία) μια ομάδα οργανισμών που καλλιεργούνται από ένα μόνο μητρικό κύτταρο
- συνώνυμο:
- αποικία