Translation meaning & definition of the word "colonnade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στοά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Colonnade
[Συνοδεία]/kɑləned/
noun
1. Structure consisting of a row of evenly spaced columns
- synonym:
- colonnade
1. Δομή που αποτελείται από μια σειρά από ομοιόμορφα διαστηματωμένες στήλες
- συνώνυμο:
- κιονοστοιχία
2. A structure composed of a series of arches supported by columns
- synonym:
- arcade ,
- colonnade
2. Μια δομή που αποτελείται από μια σειρά αψίδων που υποστηρίζονται από στήλες
- συνώνυμο:
- στοά ,
- κιονοστοιχία