Translation meaning & definition of the word "colonize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποικιοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Colonize
[Αποικίζω]/kɑlənaɪz/
verb
1. Settle as a colony
- Of countries in the developing world
- "Europeans colonized africa in the 17th century"
- synonym:
- colonize ,
- colonise
1. Εγκατασταθούν ως αποικία
- Των χωρών στον αναπτυσσόμενο κόσμο
- "Οι ευρωπαίοι αποίκισαν την αφρική τον 17ο αιώνα"
- συνώνυμο:
- αποικίζω
2. Settle as colonists or establish a colony (in)
- "The british colonized the east coast"
- synonym:
- colonize ,
- colonise
2. Εγκατασταθούν ως άποικοι ή να ιδρύσει μια αποικία (ιν)
- "Οι βρετανοί αποίκισαν την ανατολική ακτή"
- συνώνυμο:
- αποικίζω
Examples of using
Do you think mankind will someday colonize the Moon?
Πιστεύετε ότι η ανθρωπότητα κάποια μέρα θα αποικίσει τη Σελήνη?