Translation meaning & definition of the word "colonist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποικιοκρατική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Colonist
[Αποικιοκράτησ]/kɑlənɪst/
noun
1. A person who settles in a new colony or moves into new country
- synonym:
- settler ,
- colonist
1. Ένα άτομο που εγκαθίσταται σε μια νέα αποικία ή μετακομίζει σε μια νέα χώρα
- συνώνυμο:
- εποικιστήσ ,
- αποικιοκράτησ