Translation meaning & definition of the word "colonialism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποικιοκρατία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Colonialism
[Αποικιοκρατία]/kəloʊniəlɪzəm/
noun
1. Exploitation by a stronger country of weaker one
- The use of the weaker country's resources to strengthen and enrich the stronger country
- synonym:
- colonialism
1. Εκμετάλλευση από μια ισχυρότερη χώρα ασθενέστερη
- Η χρήση των πόρων της ασθενέστερης χώρας για την ενίσχυση και τον εμπλουτισμό της ισχυρότερης χώρας
- συνώνυμο:
- αποικιοκρατία